Από την εφημερίδα Η Αυγή
Του Ευάγγελου Νικολαϊδη*
Η χυδαία επικοινωνιακή τακτική της υπονόμευσης του δημόσιου χώρου-αγαθού, που γίνεται στόχος με άμεσο σκοπό την ηθική απαξίωσή του και απώτερο την εκποίηση-συρρίκνωση-κατάργησή του, χρησιμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ και κατά των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Ο σκοπός προσδιορίζει και τις μεθόδους. Η υπονόμευση των ΑΕΙ στα μάτια της κοινής γνώμης δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση επιστημονικών κριτηρίων, όχι μόνο διότι δεν προσφέρονται για εύπεπτη μαζική κατανάλωση, αλλά και διότι θα οδηγούσαν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η επιλεκτική γενίκευση μεμονωμένων και κατακριτέων περιπτώσεων αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί κατά των ΑΕΙ τη λαϊκιστική πολιτική συμπεριφορά την οποία, κατά τα άλλα, καταγγέλλει: δηλαδή τη συλλήβδην απαξίωση των θεσμών με αφορμή καταδικαστέες πρακτικές ορισμένων εκπροσώπων τους.
Η «αξιολόγηση» αποτελεί ένα ιδιαίτερα προσφιλές επικοινωνιακό όπλο στη μεθόδευση απαξίωσης των ΑΕΙ. Αφορμή για την επικοινωνιακή εκμετάλλευση της «αξιολόγησης» υπήρξε η αντίθεση των πανεπιστημιακών σε συγκεκριμένα κριτήρια και ανομολόγητους στόχους και σκοπούς της «αξιολόγησης». Όσον αφορά τα κριτήρια, η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν και είναι αντίθετη με τη χρήση αγοραίων και όχι επιστημονικών κριτηρίων, ενώ όσον αφορά τους στόχους ήταν και είναι αντίθετη με τον ελεγκτικό-τιμωρητικό χαρακτήρα της αξιολόγησης π.χ. μέσω της σύνδεσης με τη χρηματοδότηση, καθώς και της αξιοποίησής της για δημαγωγικούς σκοπούς. Η σύντομη ιστορία της «αξιολόγησης» στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 απέδειξε, με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, τη βασιμότητα των επιφυλάξεων της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αρχικά οι κυβερνήσεις πρότασσαν την αναβάθμιση της «ποιότητας» ως σκοπό της αξιολόγησης, ενώ απέκλειαν κατηγορηματικά την τιμωρία με την περικοπή της χρηματοδότησης. Ακολούθως, δια της διολισθήσεως (κ. Γιαννάκου) ή και δια της επιχείρησης «μετάλλαξη του DNA των ΑΕΙ» (κ. Διαμαντοπούλου) φτάσαμε στο σημερινό νομοσχέδιο όπου τόσο τα αγοραία κριτήρια όσο και η τιμωρία διατυπώνονται ρητά και απερίφραστα, ο έλεγχος παραμονεύει, ενώ η δημαγωγία περισσεύει.
Οι πανεπιστημιακοί, εξ ορισμού, δεν είναι και δεν θα μπορούσαν να είναι κατά της αξιολόγησης με επιστημονικά κριτήρια. Αυτό είναι προφανές και προκύπτει από την ίδια τη συγκρότηση του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), δηλαδή από τον τρόπο εκλογής και εξέλιξης των διδασκόντων και τη διαδικασία δημοσίευσης των εργασιών τους. Κάθε εργασία προκειμένου να ανακοινωθεί σε επιστημονικό συνέδριο και να συμπεριληφθεί στα πρακτικά του, να δημοσιευθεί ως άρθρο σε επιστημονικό περιοδικό, να συμπεριληφθεί ως κεφάλαιο σε συλλογικό τόμο κ.ά. αξιολογείται από τουλάχιστον δύο ανώνυμους κριτές. Σε επιστημονικά περιοδικά το ποσοστό απόρριψης των υποβληθέντων προς δημοσίευση άρθρων υπερβαίνει και το 60%, ενώ η υπόδειξη αλλαγών για την επανυποβολή του είναι σχεδόν ο κανόνας. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κρατήσει πολλούς μήνες, ενώ συχνά ξεπερνάει και το έτος.
Κατά τη διαδικασία εκλογής και εξέλιξης του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού η διαδικασία της αξιολόγησης των εργασιών επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά από το εκλεκτορικό σώμα. Η πιο μακρά διαδρομή για να εκλεγεί κάποιος πρωτοβάθμιος καθηγητής είναι να επιλεχθεί ως συμβασιούχος, μετά να εκλεγεί λέκτορας, εν συνεχεία επίκουρος, αργότερα μόνιμος επίκουρος, ακολούθως αναπληρωτής καθηγητής και τέλος καθηγητής. Πρόκειται για μια διαδικασία έξι αξιολογήσεων οι οποίες είναι ανοικτές (πλην της μονιμοποίησης στη βαθμίδα του Επίκουρου), δηλαδή οι υποψήφιοι για μία θέση μπορεί να είναι περισσότεροι του ενός.
Είναι σαφές λοιπόν ότι η επιστημονική αξιολόγηση συνιστά εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο αυτής καθαυτής της ύπαρξης των μελών ΔΕΠ. Αυτά θεωρούνται αυτονόητα και γνωστά από την πανεπιστημιακή κοινότητα και συνεπώς δεν χαίρει ιδιαιτέρως όταν αναγκάζεται να τα υπενθυμίζει και να τα επαναλαμβάνει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με ορισμένους πολιτικούς για τους οποίους η επανάληψη της παραπληροφόρησης θεωρείται αποδοτική πολιτική.
Συνεπώς, η επικοινωνιακή τακτική που βασίζεται στον μύθο περί άρνησης των ΑΕΙ στην αξιολόγηση είναι εκ του πονηρού, σκόπιμη και υποβολιμιαία. Η τοποθέτηση της πολιτείας επί του θέματος τροφοδοτεί συνοδοιπόρους και παρατρεχάμενους της εκάστοτε εξουσίας οι οποίοι υπερβάλλουν εαυτόν στην αναπαραγωγή της χυδαιότητας. Αυτό που επιτυγχάνεται όμως δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την επιστήμη και την πρόοδό της. Εξυπηρετεί απλώς την ατελέσφορη προσπάθεια, στην οποία εντάσσεται και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, με στόχο τον περιορισμό της ελευθερίας παραγωγής και διάδοσης της γνώσης, της ουσίας δηλαδή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, τη σπουδαιότητα της οποίας η κοινωνία έχει αντιληφθεί και διαφυλάττει εδώ και αρκετούς αιώνες.
*Ο Ευάγγελος Νικολαϊδης είναι καθηγητής στοΤμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου